καλοτερίζω

καλοτερίζω
καλοτερίζω και καλοταρίζω (Μ)
1. βελτιώνομαι
2. μέσ. καλοτερίζομαι και καλοταρίζομαι
τακτοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλότερος «καλύτερος» + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”